temblor - ορισμός. Τι είναι το temblor
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι temblor - ορισμός


temblor         
temblor         
sust. masc.
1) Movimiento involuntario repetido y continuado del cuerpo o de algunas partes de él. Puede ser fisiológico (provocado por el frío o la emoción) o patológico, en especial secundario a diversas enfermedades.
2) América. Movimiento telúrico de menor intensidad que el terremoto.
temblor         
temblor
1 ("El") m. Fenómeno de temblar. ("Un") Acceso de temblor.
2 (Hispam.) Temblor de tierra.
Temblor de tierra. *Terremoto.

Βικιπαίδεια

Temblor
El término temblor puede hacer referencia:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για temblor
1. El temblor se sintió también en Malasia y en Singapur.
2. El temblor se ha dejado sentir también en México D.F, a 160 kilómetros del epicentro del temblor, sin que por el momento se tenga constancia de heridos ni daños materiales.
3. En Chendung, donde más se ha sentido el temblor, otros edificios también han sido evacuados.
4. No obstante, se trata del temblor más fuerte que ha sentido el archipiélago en 27 ańos.
5. El temblor sólo provocó susto en quienes se encontraban despiertos a esa hora de la madrugada.
Τι είναι temblor - ορισμός